καταστοιχιζω

καταστοιχιζω
    καταστοιχίζω
    κατα-στοιχίζω
    Plut. = καταστοιχειόω См. καταστοιχειοω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταστοιχιζω" в других словарях:

  • καταστοιχίζω — (Α) διδάσκω τα στοιχεία, τα πρώτα μαθήματα, τις αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοιχίζω «βάζω στη σειρά»] …   Dictionary of Greek

  • καταστοιχίζειν — καταστοιχίζω instruct in the rudiments pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»